ξεσκουριάζω

ξεσκουριάζω
ξεσκούριασα, ξεσκουριάστηκα, ξεσκουριασμένος, καθαρίζω μεταλλικό αντικείμενο από σκουριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεσκουριάζω — ξεσκουριάζω, ξεσκούριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκουριάζω — 1. καθαρίζω την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου από τη σκουριά 2. μτφ. α) αποκτώ νέες δυνάμεις, ανακτώ ζωντάνια, εγκαταλείπω την αδράνεια, δραστηριοποιούμαι β) ικανοποιώ σεξουαλικές ορέξεις …   Dictionary of Greek

  • εκσκωριάζω — καθαρίζω την επιφάνεια ενός μετάλλου από τη σκουριά, ξεσκουριάζω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκουριαστής — ο, θηλ. άστρα [ξεσκουριάζω] 1. αυτός που καθαρίζει μεταλλικά αντικείμενα από τη σκουριά 2. το θηλ. γυναίκα πρόθυμη να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες τών ανδρών που τήν πολιορκούν …   Dictionary of Greek

  • ξεσκούριασμα — το [ξεσκουριάζω] 1. καθάρισμα μεταλλικών αντικειμένων από τη σκουριά 2. μτφ. α) απόκτηση νέων δυνάμεων, ανάκτηση ζωντάνιας β) ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”